- καμπυλοσαλπιστής
- καμπυλοσαλπιστής, ὁ (Α)(γλώσσα) αυτός που φυσά το κέρας*, αυτός που παίζει τον φρύγιο αυλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + σαλπιστής (< σαλπίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… … Dictionary of Greek